-
1 сушить
сушу, сушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сушенный, βρ: -шен -а, -оρ.δ.μ.1. ξηραίνω, στεγνώνω•сушить бель στεγνώνω τα ρούχα•
-сено ξηραίνω το χόρτο•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο (λιάζω)•
сушить фрукты ξηραίνω φρούτα.
|| αποξηραίνω (βαλτώδη εδάφη).2. μτφ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, εξαντλώ• βασανίζω3. μτφ. κάνω αδιάφορο, απροσήγορο, άχαρο, τυπικό.εκφρ.сушить всла – δεν κωπηλατώ (κρατώ τα κουπιά πάνω από το νερό).ξηραίνομαι, στεγνώνω κλπ. ρ, ενεργ. φ.